- ἐμβρονταῖος
- ἐμβροντ-αῖος, α, ον,A struck by lightning: τὸ ἐ. place struck by lightning, Lat. bidental, D.S.8.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβρονταίος — ἐμβρονταῑος, α, ον (Α) χτυπημένος από βροντή, κεραυνόπληκτος … Dictionary of Greek